ιστιδίνη

ιστιδίνη
Αμινοξύ που βρίσκεται σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Ανήκει στα θετικά φορτισμένα αμινοξέα και επειδή το ισοηλεκτρικό της σημείο βρίσκεται κοντά στο ουδέτερο pH, μπορεί να λειτουργεί είτε ως δότης είτε ως δέκτης ηλεκτρονίων κατά τις ενζυμικές αντιδράσεις. Για τον λόγο αυτό, η ι. αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά του ενεργού κέντρου πολλών ενζύμων, όπως είναι η ριβονουκλεάση και η τρανσκετολάση, και η έλλειψή της οδηγεί σε πολλές μεταβολικές διαταραχές όπως, για παράδειγμα, στην παρεμπόδιση της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης.
* * *
η
αμινοξύ γλυκογονικό και πρόδρομος τής ισταμίνης. Απαντά σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς ιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. histidine < hist- (πρβλ. ιστός) + -id- (< κατάλ. -ide τού λατ. acide «οξύ») + -ine (< λατ. κατάλ. -ina, θηλ. τής -inus < αρχ. ελλ. -ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • ανσερίνη — Οργανική ουσία (διπεπτίδιο) που αποτελείται από β αλανίνη και ιστιδίνη. Απαντάται μαζί με το πεπτίδιο καρνοσίνη στο μυϊκό σύστημα των θηλαστικών. Η ιδιομορφία της α. είναι ότι περιέχει το αμινοξύ β αλανίνη, γι’ αυτό και περιλαμβάνεται στις… …   Dictionary of Greek

  • δεκαρβοξυλάση ή αποκαρβοξυλάση — Πρωτεϊνικό ένζυμο που αποτελεί υποομάδα των λυασών (ένζυμα που καταλύουν τη διάσπαση μίας ουσίας σε δύο προϊόντα). Η δ. βρίσκεται σε διάφορους ζωικούς ιστούς και δρα ως καταλύτης στις αποκαρβοξυλιώσεις ειδικών ακετονοξέων ή αμινοξέων, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • ιστόνες — Ομάδα μικρών πρωτεϊνών με βασικές ιδιότητες που οφείλονται κυρίως στην παρουσία των βασικών αμινοξέων αργινίνη, λυσίνη και ιστιδίνη. Ταξινομούνται σε πέντε μεγάλες κατηγορίες (H1, H2A, H2B, H3 και H4), ενώ εμφανίζονται εξαιρετικά συντηρητικές… …   Dictionary of Greek

  • Κόσελ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Kossel, Ροστόκ 1853 – Χαϊδελβέργη 1927). Γερμανός φυσιολόγος και χημικός. Έλαβε το πτυχίο της ιατρικής το 1878. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Αργότερα έγινε έκτακτος (1887) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”